αὐτοσχεδιάζει

αὐτοσχεδιάζει
αὐτοσχεδιάζω
act
pres ind mp 2nd sg
αὐτοσχεδιάζω
act
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Άρμστρονγκ, Λούις — (Louis Armstrong,Νέα Ορλεάνη 1900 – Νέα Υόρκη 1971). Αφροαμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής. Θεωρείται ο πατέρας της κλασικής τζαζ. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταλείπει την τρώγλη του γκέτο και κλείνεται για έναν χρόνο σε αναμορφωτήριο, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μπανκιέρι, Αντριάνο — (Adriano Banchieri, Μπολόνια 1568 – 1634). Ιταλός συνθέτης, οργανίστας και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε ένα χρόνο μετά τη σύνθεση (σημαντικότατη για την εξέλιξη της πολυφωνίας και του μαδριγαλιού) του Cicalamento delle donne al bucato,… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”